Tuesday, May 8, 2007

Γιαγιά - <σκοτώστρα>

Γυρνούσα χθες από τη δουλειά στο σπίτι κι όπως καθόμουν μέσα στο λεωφορείο, από την δεξιά πλευρά, βλέπω ένα αμάξι - τούρμπο να διασχίζει κάθετα το δρόμο μας λες και ήτανε ελεύθερος. Οπα, λέω, την κάτσαμε. Πατάει φρένο ο οδηγός μας αλλά πού να προλάβει; Χτυπάει το αμάξι περίπου στο κέντρο, λίγο πίσω από τη θέση του οδηγού και με το τράκο το γυρίζει και το φέρνει ακριβώς μπροστά του μούρη με μούρη. Σαν ερωτευμένα πιτσουνάκια μοιάζανε. Οι μισοί ούτε που καταλάβανε τι έγινε. Ας όψονται τα νέα λεωφορεία με τις ανάποδες θέσεις. Μπορείς να πας στον άλλο κόσμο και δεν θα καταλάβεις ούτε από τι πήγες. Ανετος κι αμέριμνος. Οι άλλοι δε, οι όρθιοι πήγανε μια βόλτα μέχρι το μπροστινό τζάμι και γυρίσανε. Πάλι καλά που δεν κολλήσανε στο παρπρίζ σαν χαλκομανίες. Σηκώνεται ο φουκαράς ο οδηγός ταραγμένος και αφού βεβαιώνεται ότι δεν χτύπησε κανείς, ανοίγει τις πόρτες για να βγει και να βγούμε έξω. Κάτω χαμός. Σεξ και βία. Γυαλιά από δω, γυαλιά από εκεί, ένας προφυλακτήρας εδώ, μισός προφυλακτήρας παραπέρα, φανάρια σπασμένα. Ψάχνουμε για τον οδηγό του αυτοκινήτου, βλέπουμε μόνο στη θέση του συνοδηγού μια γριά με μαύρα να κρατάει το κεφάλι της. Η πόρτα του οδηγού ανοιχτή και παραπέρα μια άλλη γριά χωρίς μαύρα αυτή, με μια τσάντα στο χέρι να απομακρύνεται στο δρόμο. Τέσσερα μέτρα πιο κάτω ήτανε η στάση και ένα καφενείο κι αυτοί που βρισκόντουσαν εκεί τα είδαν όλα. <Αυτή είναι η οδηγός> φωνάζουνε, δείχνοντας τη γριά που απομακρυνόταν. Μιλάμε τώρα ότι οι δυο γριές μαζί ήτανε κοντά οχτακοσίων χρονών. Κοντράρανε στα ίσια το άθροισμα ηλικίας των παικτών της Μίλαν. Για τόσο πουρά μιλάμε. Φορούσε δε ένα μαύρο γυαλί, σαν τον Φωτόπουλο στην <κάλπικη λίρα>. <Αόμματος!>.
Ποιος ξέρει; Δεν κατάλαβε τι έγινε; Φρικάρισε με το τράκο και πήγε να φύγει; Την φέρνουνε πίσω, κοιτάζει την άλλη που είχε χτυπήσει, την γράφει κανονικά. Ούτε που την ένοιαξε ότι εξαιτίας της η άλλη, παραλίγο να πάει να κάνει παρέα στο μακαρίτη. Φέρνει η γριά ένα γύρο το αμάξι που είχε γίνει το μαύρο του το χάλι, μπρος, πίσω, δεξιά, αριστερά, ακουμπάει πάνω του και αρχίζει να το κλαίει κουνώντας το κεφάλι. <Τι το κλαις;>, της φωνάζει κάποιος. <Σάμπως, θα το ξαναοδηγήσεις; Θα στο πάρουνε το δίπλωμα>. Θα μου πεις τώρα εκεί είναι το θέμα; Οτι θα της το πάρουνε; Το θέμα είναι πώς της το δώσανε. Αν της το δώσανε. Μιλάμε τώρα ότι αυτή θα πρέπει να είχε βγάλει το δίπλωμα το ...1920.
Χαμένα τα είχε η γριά, χαμένα τα είχε κι ο οδηγός του λεωφορείου, χαμένα τα είχαμε κι εμείς.
Οσο νάναι ρε παιδί μου, άμα γίνει ένα τροχαίο και δεις ότι δεν έπαθες τίποτα και δεν φταις κιόλας, το πρώτο που θα κάνεις είναι να μπινελικώσεις τον άλλο που φταίει. Στη γριά όμως τι να πεις; Να την πιάσεις από το πέτο; Να την τραβήξεις από το μανίκι; Σαλταρισμένη ήτανε έτσι κι αλλιώς. Ποιος ξέρει τι σκέφτηκε. Οτι θα προλάβει να διασχίσει το δρόμο πριν φτάσει το λεωφορείο; Ο αίλουρος! Που νόμιζε ότι έχει αντανακλαστικά εφήβου. Πάλι καλά που τράκαρε με το λεωφορείο. Αμα ήτανε κανα μηχανάκι θα το είχε στείλει αδιάβαστο το παιδάκι που θα ήτανε επάνω. Και να πεις ότι δεν είχε στοπ ο δρόμος που βγήκε; Τεράστιο και καθαρό. Ούτε δέντρα το κρύβανε, ούτε κολόνες ούτε τίποτα. Σάμπως όμως θα το είδε και το στοπ με το ματομπούκαλο που φόραγε; Ερχεται σε λίγο η Τροχαία. Εκεί να δεις φάση. Επρεπε να βγάλω το κινητό να τραβήξω τη φάτσα του αστυνομικού μόλις συνειδητοποίησε ότι το αμάξι το οδηγούσε η γριά. Βάζει το αμάξι στην άκρη (πού να εμπιστευτούνε τη γριά να το πάει παραπέρα;) και μετά ζητάει μαρτυρίες για το τι έγινε. Αλλο γέλιο εκεί. Ο πρώτος που πάει για μάρτυρας ήτανε ένας θαμώνας του καφενείου. Με το ένα μάτι βασιλεμένο και το άλλο αλλήθωρο, σαν τον Γύλο, τον ήρωα που υποδυόταν ο Αυλωνίτης στη <Σωφερίνα>. Είμαι περίεργη θα τον καλέσουνε αυτόν να τους πει τι είδε; Τέλος πάντων δώσανε εκεί δυο - τρεις κατάθεση, δώσανε και τα στοιχεία τους, περιμένουμε κι εμείς να ξαναμπούμε στο λεωφορείο να φύγουμε. Αμ δε! <Το επόμενο λεωφορείο - λέει ο οδηγός - θα περάσει από πάνω, από Λιοσίων>. Πα να πει ότι τέσσερις στάσεις που είχα ακόμα εγώ μέχρι να φτάσω σπίτι μου, τις παρέκαμπτε. Οπότε τι να κάνω; Τόκοψα ποδαράτο. Σηκώνομαι σήμερα το πρωί και πονούσα παντού λες και με είχανε δείρει. Προφανώς είχα χτυπήσει στην προσπάθεια να κρατηθώ την ώρα του τράκου, αλλά εκείνη την ώρα δεν το είχα συνειδητοποιήσει. Κατάλαβες φίλε μου; Της ήρθε της γριάς να πάει στον άλλο κόσμο και κόντεψε να σακατέψει εμάς...

No comments: